- ἐφορμητικός
- ἐφορμ-ητικός, ή, όν,A capable of urging on, Max. Tyr.7.8, v.l. for ἐξορμ- in Poll.4.86.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφορμητικός — ἐφορμητικός, ή, όν (Α) [εφορμώ Ι] αυτός που παρακινεί για μάχη, ο παρορμητικός … Dictionary of Greek
ἐφορμητικόν — ἐφορμητικός capable of urging on masc acc sg ἐφορμητικός capable of urging on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)